- βροντοθήριο
- Γένος της τάξης των περιττοδακτύλων ονυχοφόρων, που έχει εκλείψει. Αντιπροσωπευόταν από ζώα με ογκώδες σώμα, όμοια με τους ρινόκερους ή, για μερικά είδη, με τους ελέφαντες. Το ύψος τους έφτανε τα 2,5 μ. και το κρανίο τους είχε δύο προεξοχές με μορφή κεράτων. Τα ζώα αυτά έζησαν στη Βόρεια Αμερική και στην Ασία κατά τη διάρκεια του παλαιογενούς και εξαφανίστηκαν στην ολιγόκαινο περίοδο. Τα απολιθωμένα λείψανά τους απαντώνται σε αφθονία στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη σπανίζουν.
Σχηματική απεικόνιση του γένους βροντοθήριο που έχει εκλείψει και αντιπροσωπευόταν από ζώα με ογκώδες σώμα, όμοια με τους ρινόκερους ή, για μερικά είδη, με τους ελέφαντες.
Dictionary of Greek. 2013.